- μεγάνορος
- μεγά̱νορος , μεγάνωρmasc/fem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγάνωρ — μεγάνωρ, ορος, ὁ και ἡ (Α) μεγαλήνωρ,* αυτός που τιμά τον άνδρα («μεγάνορος πλούτου», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + ἀνήρ (πρβλ. πολυ άνωρ)] … Dictionary of Greek
περισφίγκτης — (perisphinctes). Γένος κεφαλόποδων μαλάκιων που έχει εκλείψει. Οι π. είχαν όστρακο με πολυάριθμες πλευρές. Άφθονα απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν μέσα σε ιουρασικά και, σπανιότερα, σε κρητιδικά στρώματα. Λείψανα του είδους βρέθηκαν και στην… … Dictionary of Greek